Το άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε στην στήλη «Σιωπηλή Ποίηση», στο ένθετο ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ του Ελεύθερου Τύπου που κυκλοφόρησε το Σάββατο 7/7/2012
Η έκθεση που συγκλόνισε το Παρίσι
Την άνοιξη του 1892, εμφανίστηκε στους δρόμους του Παρισιού μια απόκοσμη αφίσα που απεικόνιζε τρεις γυναίκες. Η πρώτη γυμνή μορφή, βυθισμένη στη λάσπη με γλίτσα να τρέχει από τα χέρια της, οι άλλες δύο, περιτριγυρισμένες από ρόδα και κρίνους, σε σκαλοπάτια που οδηγούν σε μια δέσμη φωτός. Η μεσαία, ντυμένη με σκοτεινό ένδυμα προσφέρει έναν κρίνο στην τελευταία, αιθέρια μορφή που κρατά μια φλεγόμενη καρδιά. Λίγες μέρες αργότερα, η χωροφυλακή του Παρισιού σάστισε στο θέαμα εκατοντάδων αμαξών και χιλιάδων ακόμη πεζών στους στενούς δρόμους της πρωτεύουσας. Όλοι κατευθύνονταν προς την Γκαλερί Ντουράντ-Ρυέλ όπου εγκαινιαζόταν το πρώτο Σαλόνι του Ρόδου και του Σταυρού, έκθεση ζωγραφικής, θεάτρου, ποίησης και μουσικής που φιλοξένησε 63 ζωγράφους, 250 έργα, και προσέλκυσε περισσότερους από πενήντα χιλιάδες επισκέπτες. Ο κατάλογος της έκθεσης ξεκινούσε με την εξής εισαγωγή:
«Καλλιτέχνη, είσαι ιερέας: Η Τέχνη είναι το μεγάλο μυστήριο, και όταν η προσπάθειά σου καταλήγει σε αριστούργημα, μια θεία αχτίδα κατέρχεται όπως σ’έναν βωμό. Καλλιτέχνη, είσαι βασιλιάς: η τέχνη είναι η αληθινή αυτοκρατορία. Καλλιτέχνη, είσαι μάγος: Η Τέχνη είναι το μεγάλο θαύμα, απλά αποδεικνύει την αθανασία μας. Καλλιτέχνη, γνωρίζεις ότι η τέχνη κατεβαίνει από τον ουρανό. Αν δημιουργήσεις ένα τέλειο έργο, μια ψυχή θα έρθει να το κατοικήσει»
Ο συντάκτης του κειμένου και εμπνευστής των εκθέσεων (έμελλε να ακολουθήσουν άλλα πέντε) υποδέχτηκε το κοινό του φορώντας ένα ράσο από μωβ βελούδο (με το οποίο κυκλοφορούσε και τις καθημερινές). Συστηνόταν ως Σαρ Μεροντάκ (σημαίνει «Βασιλιάς Μαρντούκ», αναφορά σε Βαβυλώνιο θεό, κατά κόσμον Ζοζεφέν Πελαντάν, 1858-1918), επικαλούταν Βαβυλώνια βασιλική καταγωγή, ενώ από το 1890 διηύθυνε δική του εσωτερική σχολή. Σκοπός τόσο της σχολής του, όσο και των Σαλονιών, ήταν η έκθεση του κοινού στην Συμβολική τέχνη που θα «ξέσκιζε την Αγάπη από την ψυχή του Δυτικού κόσμου, και θα την αντικαθιστούσε με την αγάπη του Ωραίου, την αγάπη της Ιδέας, την αγάπη του Μυστηρίου.» Στόχος του, τίποτε λιγότερο από μια πνευματική επανάσταση με την ομορφιά ως υπέρτατο όπλο και την τέχνη ως χαριστική βολή ενάντια στην «απομυθοποίηση του κόσμου» που αντιλαμβανόταν να κατακλύζει την κοινωνία καθώς πρώτα η επιστημονική, και μετά η βιομηχανική επανάσταση άλωναν τον πολιτισμό όπως τον γνώριζαν, σε μια εποχή που ο ίδιος έβλεπε να έχει παραδοθεί στον υλισμό και την παρακμή.
Για την διοργάνωση της πρώτης αυτής θεαματικής έκθεσης, είχε δημοσιεύσει προ μηνών μια πρόσκληση προς ζωγράφους, που στόχο είχε να αντικρούσει τον ρεαλισμό και την «ακαδημαϊκή» τέχνη που ήταν στη μόδα στην εποχή του, την οποία θεωρούσε «απεχθή και παρηκμασμένη», κατακεραυνώνοντάς την συχνά με άρθρα του στον ημερήσιο Γαλλικό τύπο. Η πρόσκληση για το δικό του Σαλόνι, εν είδει μανιφέστο, απαγόρευε ρητά τις ιστορικές ή στρατιωτικές σκηνές, τα κατοικίδια, «τα αξεσουάρ και τις άλλες μελέτες που οι ζωγράφοι έχουν συνήθως το θράσος να εκθέτουν.» Δεκτά θα γίνονταν μονάχα έργα με θέματα τους «Θρύλους, τους Μύθους, τις Αλληγορίες, τα Όνειρα, τις παραφράσεις των μεγάλων ποιητών, και τέλος, τον λυρισμό».
Το αποτέλεσμα ήταν ένας τεράστιος αντίκτυπος στον καλλιτεχνικό κόσμο όχι μόνο του Παρισιού, αλλά ουσιαστικά σε όλο το ρεύμα των Συμβολιστών (κίνημα που είχε ξεκινήσει από την ποίηση του Μπωντλαίρ και μορφοποιήθηκε στο Μανιφέστο του Έλληνα ποιητή και κριτικού τέχνης Ζαν Μορέα (Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος, 1856-1910). Ο Συμβολισμός πρέσβευε την έκφραση φιλοσοφικών, συχνά αφηρημένων ιδεών μέσω της τέχνης, και ο Μορέα ισχυρίστηκε πως προορισμός της τέχνης ήταν η «ένδυση της Ιδέας σε αντιληπτή μορφή…της οποίας μοναδικός σκοπός είναι η έκφραση του Ιδεατού». Ο Πελαντάν υπήρξε από τους πλέον ένθερμους υποστηρικτές αυτής της φιλοσοφίας, στην οποία βάσισε τις δικές του διδασκαλίες: ένα κράμα αισθητικής και αποκρυφισμού που αποτέλεσε «πρόγραμμα σπουδών» για τους καλλιτέχνες οι οποίοι θα επέλεγαν τον δρόμο αυτόν – και άσκησε πολύ μεγάλη επιρροή στο καλλιτεχνικό ρεύμα των Συμβολιστών για δύο τουλάχιστον γενιές και σε δύο τουλάχιστον ηπείρους.
Έργα και ημέρες
Από τα 26 του μόλις χρόνια είχε ήδη σχηματίσει μια ολοκληρωμένη κοσμολογία και εσωτερική θεωρία δικής του επινόησης, η οποία βασιζόταν τόσο στους μύθους και τους θρύλους της Ανατολής που μελέτησε με πάθος στα παιδικά του χρόνια, τις απόκρυφες διδασκαλίες του Ελιφάς Λεβί και άλλων, αλλά κυρίως στις θεωρίες της Παγκόσμιας «Φιλοσοφικής» Ιστορίας της Ανθρωπότητας του Αντουάν Φάμπρ ντ’Ολιβέτ (1767-1825), ενός σπάνιου λόγιου ο οποίος σχημάτισε διάφορες θεωρίες σχετικά με την κοσμογένεση και την μυθική ιστορία στην οποία βασίζονται οι εσωτερικές παραδόσεις.
Με βάση τις εμπνεύσεις αυτές, ο Πελαντάν οραματίστηκε μια συνένωση όλων των τεχνών
σε μια αναβίωση μυητικού θεάτρου, με απώτερο στόχο την πνευματική αναγέννηση της κοινωνίας. Στο επίκεντρο του οράματός του ήταν η σύλληψη των καλλιτεχνών ως μύστες, ως επίλεκτα άτομα που είχαν το χάρισμα να μεταφέρουν ένα μικρό κομμάτι του πνευματικού κόσμου στο υλικό πεδίο ύπαρξης. Ίδρυσε αποκρυφιστικό τάγμα στο οποίο συνέθεσε τις Καθολικές του αρχές με τις αποκρυφιστικές του θεωρίες, παράγοντας ένα ολόκληρο σύστημα θρησκευτικών, ηθικών, και αισθητικών αρχών, ενώ κάθε του πράξη είχε στόχο να φανερώσει στον κόσμο ότι: «Η Τέχνη είναι η προσπάθεια του ανθρώπου να υλοποιήσει το Ιδανικό, να μορφοποιήσει και να απεικονίσει την υπέρτατη Ιδέα, και οι μεγάλοι καλλιτέχνες είναι ιεροί, γιατί η υλοποίηση της Ιδέας του Θεού, ενός αγγέλου, της Παρθένου Μητέρας, απαιτεί μια ασύγκριτη ψυχική προσπάθεια και διαδικασία. Η πράξη του να καθιστάς το αόρατο ορατό: αυτός είναι ο πραγματικός σκοπός της τέχνης και ο μόνος λόγος ύπαρξής της.» Πίστευε ότι ως αποτέλεσμα του συνεχούς βομβαρδισμού του κοινού με τέχνη κάθε μορφής (λογοτεχνία, ζωγραφική, μουσική, θέατρο) που θα είχε ως πυρήνα το Ιδεατό Κάλλος και την συμβολική απεικόνιση της παγκόσμιας σοφίας όπως αυτή λαμβανόταν από τους καλλιτέχνες-ιερείς, το κοινό δεν θα μπορούσε παρά να ανελιχθεί πνευματικά και να βελτιωθεί συνολικά η κοινωνία.
Αυτή η ιδέα του «καλλιτέχνη-ιερέα» κατάγεται από την αρχαία Αίγυπτο κι έχει αναδυθεί αρκετές φορές μέσα στους αιώνες. Με αρκετή σαφήνεια εμφανίζεται στον Πλωτίνο, ο οποίος μεταξύ άλλων θεωρούσε ότι ο καλλιτέχνης λαμβάνει την ουσία του Ιδεατού απευθείας από τους θεούς, και ως αυτού, παρακάμπτει τη λογική διεργασία και την κατώτερη συναισθηματική αντίδραση. Ως αποτέλεσμα, ο θεατής που βλέπει ένα έργο επικοινωνεί εξίσου με το Ιδεατό, αφού η μορφή που έχει «λάβει» και υλοποιήσει ο καλλιτέχνης είναι θεόσταλτη. Περίπου εκατό χρόνια πριν την εποχή του Πελαντάν η ιδέα αυτή έκανε ξανά την εμφάνισή της σε κύκλους φιλοσόφων και ποιητών. Στη συνέχεια έγινε κινητήριος δύναμη του Ρομαντικού κινήματος και πυρήνας της αναβίωσης πολλών στοιχείων του εσωτερισμού που είχαν παραμεριστεί από την έμφαση στη λογική που επέφερε ο Διαφωτισμός. Μέσα από την ανορθόδοξη παιδεία του και την έκθεσή του σε πλήθος φιλοσοφικών και εσωτερικών διδασκαλιών από πολύ μικρή ηλικία, ο Πελαντάν έκανε αυτή την ιδέα κεντρικό άξονα της σκέψης του, βασίζοντας επάνω της ολόκληρο το σύστημά του.
Η Καλοπροσωπεία και το Τίμημα
Εκτός των θεωρητικών του έργων περί αισθητικής και αποκρυφισμού, που σύμφωνα με τον ίδιο απευθύνονταν σε λόγιους και μυημένους, έγραψε και μια σειρά από αλληλένδετα μυθιστορήματα που ήταν και το κύριο όχημα για το όραμα και το μήνυμά του στο ευρύ κοινό. Στα διηγήματα αυτά, μάγοι, έκπτωτοι άγγελοι, Σφίγγες, νεράϊδες και αρχαίοι θεοί περιπλέκονται με σκηνές της εποχής του, αποκρυφιστικές διδασκαλίες, Καββαλιστικές φόρμουλες, μυθικές τελετουργίες και ερωτικές εξομολογήσεις με απαράμιλλη λεπτότητα και λυρισμό που θα ζήλευαν και οι πιο γνωστοί λογοτέχνες του φανταστικού. Συνολικά άφησε πίσω του περισσότερα από εκατό βιβλία, μονογραφίες, και θεατρικά έργα, και κάποιες εκατοντάδες άρθρα που δημοσιεύονταν στον ημερήσιο και περιοδικό τύπο.
Παρά το αξιόλογο έργο του και τους καλοπροαίρετους στόχους του, η ιστορία αδίκησε αλύπητα τον Πελαντάν. Γελοιοποιήθηκε, λοιδορήθηκε, και σατιρίστηκε όσο λίγοι σύγχρονοί του, και πέθανε σχεδόν ολότελα ξεχασμένος, αποκαρδιωμένος και απογοητευμένος που το όραμά του δεν υλοποιήθηκε ποτέ. Οι λόγοι για την γελοιοποίηση και τον κοινωνικό του αποκλεισμό ήταν πολυσύνθετοι: ο εκκεντρισμός του, η αιχμηρή του πένα, η μονολιθική προσήλωση στις αρχές του, και οι δημόσιες, έντονες διαμάχες του με κορυφαίους αποκρυφιστές της εποχής του: συγκεκριμένα τον Παπύς, τον ντε Γκαϊτά (ο οποίος ήταν κάποτε μαθητής του), και τον Όσβαλντ Βίρθ. Οι τρεις αυτές σημαίνουσες μορφές του αποκρυφισμού του 19ου αιώνα άφησαν τεράστιο έργο και η επιρροή τους αντηχεί ακόμη στην εποχή μας. Ο Πελαντάν ξεχάστηκε από την ιστορία, αλλά ποσοτικά και ποιοτικά το έργο και η επιρροή του ήταν τουλάχιστον ισάξια. Ωστόσο, οι συνθήκες και τα συμβάντα ήταν τέτοια που δεν δικαιώθηκε εν ζωή, και μονάχα τα τελευταία χρόνια έχει αρχίσει να αναβιώνει κάποιο ενδιαφέρον για το έργο του, το οποίο όσο επανέρχεται σιγά σιγά στο φως, τόσο αποκαλύπτει την συνοχή και την αξία του.
Παρά την οριστική ρήξη μεταξύ τους που προκλήθηκε από τις έντονες ιδεολογικές διαφορές, ο Παπύς διατήρησε πολύ σεβασμό για τον Πελαντάν, σε βαθμό που το 1900 έμελλε να γράψει τις εξής γραμμές: «Όσον αφορά τον Ζοζεφέν Πελαντάν – εκείνον τον αξιοθαύμαστο καλλιτέχνη τον οποίο το μέλλον θα δικαιώσει στην τελική αναμέτρηση, κρίνοντάς τον πέρα από τις ίσως, υπερβολικά πρωτότυπες πτυχές του έργου του – διετέλεσε κεφαλή ενός κινήματος για την πνευματοποίηση της αισθητικής… κάτι που θα έχει βαθύτατο αντίκτυπο στη σύγχρονη τέχνη.»
Ήταν σωστή η προφητεία του Παπύς, με μόνο μία ανακρίβεια: Τα πιο εκκεντρικά στοιχεία του έργου του Πελαντάν που με τόση
λεπτότητα ο Παπύς ονομάζει «υπερβολικά πρωτότυπα», είναι η ουσία όλης της φιλοσοφίας του. Βασίστηκε σε μια θεωρία που ο ίδιος ανέπτυξε και ονόμαζε «καλοπροσωπία» – δηλαδή «την εξωτερίκευση του χαρακτήρα που κάποιος διεκδικεί για τον εαυτό του.» Αντί δηλαδή να εξωτερικεύουμε, ανεπεξέργαστα, αυτό που είμαστε, εξωτερικεύουμε αυτό που θέλουμε να είμαστε – κάτι που σύμφωνα με τον Πελαντάν έπρεπε να γίνει κατόπιν βαθιάς φιλοσοφικής και πνευματικής περίσκεψης, ώστε το ίδιο το άτομο να καθίσταται έργο τέχνης καθώς μεταμορφώνει τον εαυτό του σε αυτό που πραγματικά θέλει να είναι, με βάση πάντοτε τις υψηλότερες και πλέον ιδεατές αρχές. Σημειωτέον ότι δεν πρόκειται για την τετριμμένη έννοια του να παριστάνουμε κάτι για λόγους εντυπωσιασμού τρίτων, αλλά για την υλοποίηση, μέσω της ύπαρξής μας, των υψηλότερων και αγαθότερων αρχών μας.
Ο Πελαντάν έζησε με βάση αυτή την αρχή σχεδόν όλη του την ενήλικη ζωή, και η φαινομενική του εκκεντρικότητα με τα βελούδινα ράσα και τον Βαβυλώνιο βασιλικό τίτλο δεν ήταν καθόλου αυτό που φαινόταν, και σίγουρα δεν ήταν αποτέλεσμα κάποιας αλαζονικής αυταπάτης. Σε όλα τα μυθιστορήματα του Πελαντάν, πρωταγωνιστούν δύο γέροι μάγοι, ο Μεροντάκ και ο Πατήρ Αλτά. Δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος, είναι δάσκαλοι, μυσταγωγοί, εκείνοι που θυσιάζονται για να μεταλαμπαδεύσουν οι επόμενοι κάποιο σημαντικό μήνυμα. Πολλές φορές η ζωή του Πελαντάν μιμήθηκε την πορεία του Μεροντάκ… την οποία όμως ο ίδιος προδιέγραφε. Ουσιαστικά, πίστευε τόσο πολύ στη δύναμη της τέχνης να μεταμορφώσει την καθημερινότητα, ώστε δημιούργησε τον δικό του προσωπικό μύθο και έζησε τη ζωή του ως εξελισσόμενο καλλιτέχνημα. Εν ζωή απέτυχε να μεταμορφώσει, όπως ονειρευόταν, την κοινωνία, αλλά η επιρροή του στάθηκε αφορμή για τη δημιουργία άπειρων καλλιτεχνημάτων πάσης φύσεως, ενώ σήμερα λειτουργεί και στο Παρίσι και στην Αργεντινή «Σαλόνι του Ρόδου και του Σταυρού» εις μνήμην του.
Παράξενη, εκκεντρική κι ασήμαντη μορφή μιας ακόμη πιο παράξενης εποχής; Αλαζόνας και τσαρλατάνος; Καλοπροαίρετος αλλά βαθιά ασύνετος ιδεαλιστής; Πεφωτισμένος διδάσκαλος που θυσιάστηκε στον βωμό της τέχνης από τους παρηκμασμένους σύγχρονούς του; Αυτά και περισσότερα είναι τα συμπεράσματα που έχουν σχηματίσει οι βιογράφοι του ανά τα χρόνια, μέχρι που τώρα για πρώτη φορά εξετάζεται ξανά το έργο του υπό τους δικούς του όρους. Μέχρι στιγμής, καθώς η μελέτη αποτελεί έργο εν τη γενέσει, είναι ξεκάθαρο ότι αν μη τι άλλο, παρά το τίμημα, ο Πελαντάν ήταν πιστός στις αρχές και την τέχνη του, και ότι χάρη σ’εκείνον, ο κόσμος απέκτησε ένα ρεύμα τέχνης που δεν μοιάζει με κανένα άλλο. Στις επόμενες εβδομάδες από την παρούσα στήλη, θα κάνω μια επιλογή έργων και μοτίβων από τους Συμβολιστές που εργάστηκαν κοντά στον Πελαντάν, συνεχίζοντας την αποκωδικοποίηση και τον αποσυμβολισμό τους, ώστε να δούμε παρέα τι ήθελε να πει εκείνος ο καταραμένος ποιητής…
Σημείωση: Ο βίος και το έργο του Ζοζεφέν Πελαντάν αποτελούν το θέμα της διδακτορικής μου μελέτης. Δημοσιεύω αποσπάσματα της έρευνάς μου στην ιστοσελίδα: www.peladan.net.
Photograph of Péladan’s grave courtesy of M.S. Despencer.