Αλληγορία της Αφροδίτης, Άντζελο Μπρονζίνι, 1546

 Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ένθετο ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ του Ελεύθερου Τύπου τον Ιανουάριο 2012

Από τα πλέον απολαυστικά θεάματα που μας κληροδότησε η Αναγέννηση ως εποχή του “πολιτισμού της εικόνας,” είναι τα αλληγορικά της καλλιτεχνήματα, σε μια εποχή που η σιωπηλή γλώσσα των αλληγοριών αποτελούσε κεντρικό τρόπο έκφρασης. Όταν, με την άλωση της Κωνσταντινούπολης και την μετάλαμπάδευση της Ελληνικής Παιδείας προς τη Δύση φυτεύτηκαν οι σπόροι του Ουμανισμού, οι διανοούμενοι που πυροδότησαν την Αναγέννηση αναζήτησαν τα αναφορικά πλαίσια που θα παρέπεμπαν στην τελευταία ένδοξη εποχή που θυμόταν ο Δυτικός κόσμος, που δεν ήταν άλλη από την Κλασσική αρχαιότητα. Στον γραμματιζούμενο κόσμο ξεκίνησε μια αναγέννηση της Νεοπλατωνικής φιλοσοφίας, και η αντανάκλασή της στον κόσμο της τέχνης ήταν οι περίτεχνες εικόνες που συνδύαζαν πλήθος συμβόλων μεταφρασμένες υπό το πρίσμα της νέας αυτής εποχής.

Ο Μιλανέζος Αντρέα Αλσιάτο (1492-1550) κατασκεύασε ορισμένα από τα πιο διαδεδομένα ευρετήρια αλληγορικών παραστάσεων. Βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στα Ιερογλυφικά του Ωραπόλλωνα, ένα χειρόγραφο που ανακαλύφθηκε στην Πάτμο το 1419, πυροδοτώντας το Αναγεννησιακό ενδιαφέρον για μη-αλφαβητικούς τρόπους έκφρασης, καθώς πίστευαν ότι η ιερογλυφική γραφή πλησίαζε την αγνή, προκατακλυσμιαία γλώσσα στην οποία ο Θεός κατέγραψε τα μυστικά της δημιουργίας μέσα στην ίδια τη φύση. Οι μορφές και οι ερμηνείες των Ιερογλυφικών μπολιάστηκαν με σύγχρονες ηθικές και φιλοσοφικές έννοιες, που χρησιμοποιήθηκαν για την έκφραση περίτεχνων αφηγημάτων μέσα από ζωγραφικούς πίνακες που κρύβουν πολλά περισσότερα από την αισθητική τους αξία.

Ο Φλωρεντίνος Αγκνόλο ντι Κοσίμο (1503-1572), έγινε γνωστός ως “Ιλ Μπρονζίνο” (ο μπρούντζινος) λόγω της μελαμψής του φυσιογνωμίας. Έχαιρε της οικονομικής υποστήριξης των πάμπλουτων Μεντίτσι της Φλωρεντίας, και του Μέγα Κοσίμο Α’, δισέγγονος του Κοσίμο ντι Μέντιτσι που χρηματοδότησε τη μετάφραση κι έκδοση των Ερμητικών κειμένων και βιβλίων του Πλάτωνα από τον Μαρτσίλιο Φιτσίνο. Εκπαιδεύτηκε κι εργάστηκε στη χρυσή εποχή της Αναγέννησης και μοιραία το έργο του χαρακτηρίζεται από την πλούσια αλληγορική έκφραση του λεγόμενου Μανιερισμού, καλλιτεχνικό ύφος που στην πιο ποιοτική του έκφανση (λα μπέλλα μανιέρα) συνδυάζει την περίτεχνα στυλιζαρισμένη απεικόνιση με την έννοια της σύνθεσης παλαιότερων στοιχείων σε κάτι ολότελα καινούριο. Έχοντας ξεπεράσει την απλή και ρεαλιστική σύνθεση και απεικόνιση, οι αριστοτέχνες του μανιερισμού χρησιμοποιούσαν ρεαλιστικά στοιχεία για να φτιάξουν σχεδόν υπερρεαλιστικές συνθέσεις που έκρυβαν πρόσθετα μηνύματα.

Ο Κοσίμο Α’ παράγγειλε την Αλληγορία της Αφροδίτης από τον Μπρονζίνο ως δώρο για τον Βασιλια Φραγκίσκο Ι της Γαλλίας σε εξαιρετικά εκλεπτυσμένη κίνηση διπλωματίας. Η επιλογή ενός τέτοιου δώρου είναι έμμεσο κομπλιμέντο, αφού υπαινίσσεται ότι ο Κοσίμο πίστευε ότι ο Φραγκίσκος θα μπορούσε να αποκωδικοποιήσει με ευκολία την αλληγορία. Έτσι αναγνώριζε τη μόρφωση και την ιδιοφυία του. Παρ’ότι τα αλληγορικά έργα ήταν πολύ συνηθισμένα, δεν είχαν όλοι τον ίδιο βαθμό ερμηνευτικής δυσκολίας – μια αναπαράσταση του Δαυίδ με τον Γολιάθ μπορεί να ερμηνευόταν έυκολα από τους περισσότερους, οι πιο περίτεχνες αλληγορίες φανερώνονταν μόνο σε όσους είχαν την ανάλογη μόρφωση για να μπορούν να αποκωδικοποιήσουν όλα τα σύμβολα – όσο πιο δύσκολη η ερμηνεία και περίπλοκο το νόημα, τόσο πιο αξιόλογη θεωρούταν η αλληγορία. Επιπλέον, υπαινίσσεται ότι και ο Κοσίμο κατείχε τις αντίστοιχες γνώσεις, άρα είναι άξιος συνομιλητής-σύμμαχος. Τέλος, δείχνει ότι γνωρίζει κι επικροτεί τα καλλιτεχνικά γούστα του ισχυρού μονάρχη, δηλαδή τον εκλεπτυσμένο ερωτισμό.

Οι φιδίσιες, στριφτές μορφές παρουσιάζονται με την τεχνική της φιγκούρα σερπεντινάτα – βασισμένα στη γεωμετρία της σπείρας και του κώνου, έτσι προσδίδοντας κίνηση κι ένταση. Οι κεντρικές μορφές της Αφροδίτης με τον Έρωτα απεικονίζουν τον παιχνιδιάρικο, χαρούμενο ερωτισμό. Η δε Αφροδίτη – την οποία αναγνωρίζουμε από το χρυσό μήλο στο αριστερό της χέρι (αναφορά στο Μήλο της Έριδος) – έχει κλέψει το βέλος του Έρωτα, αφοπλίζοντάς τον κυριολεκτικά και μεταφορικά. Το άλλο νεαρό αγόρι με κουδουνάκια στον αστράγαλο, ο Γέλωτας, ετοιμάζεται να ράνει το ζευγάρι με ροδοπέταλα ενώ πατά ένα αγκάθι. Συμβολίζει ταυτόχρονα τη χαρά και τον πόνο του έρωτα.

Ωστόσο, το πραγματικό ενδιαφέρον κρύβεται στο φόντο, που “σχολιάζει” πιο σκοτεινές πτυχές του έρωτα και της ζωής. Επάνω δεξιά απεικονίζεται ο Χρόνος με την κλεψύδρα του, ο οποίος εισβάλλει στην χαρούμενη στιγμή των ερωτευμένων. Απέναντί του στην άλλη γωνία, η παράξενη φιγούρα δεν είναι άλλη από τη Λήθη, με μια κενή μάσκα για πρόσωπο, και χωρίς εγκέφαλο – και άρα μνήμη. Ο Χρόνος παλεύει να της τραβήξει το βαθυγάλανο ύφασμα που σχηματίζει το – φαινομενικά – γαλήνιο φόντο. Συμβολικά, ο Χρόνος προσπαθεί να αποκαλύψει την Α-λήθεια την οποία επιμελώς αποκρύπτει η Λήθη. Ακριβώς από κάτω, η παραμορφωμένη φιγούρα που τραβά τα μαλλιά της ουρλιάζοντας απεικονίζει τη Ζήλεια που κατασπαράζει τον εαυτό της. Η παράξενη μορφή πίσω από τον Γέλωτα έχει το γλυκό πρόσωπο νεαρού κοριτσιού, αλλά πόδια λιονταριού και ουρά σκορπιού. Ενώ στο ένα της χέρι κρατά μελιστάλαχτη κυψέλη, στο άλλο κρατά το σκορπίσιο κεντρί της. Τα χέρια της προσδίδουν μεγάλο ενδιαφέρον καθώς οι αντίχειρες είναι ανάποδα: το δεξί χέρι συνδέεται με τον αριστερό καρπό και το αριστερό χέρι με το δεξί – τίποτα, μας λέει ο ζωγράφος, δεν είναι όπως φαίνεται. Απεικονίζει την Απάτη – με όμορφο πρόσωπο αλλά εσωτερική ασχήμια και ιοβόλο κεντρί, και καθρεφτίζεται στις κενές μάσκες κοντά στα πόδια της Αφροδίτης που επίσης συμβολίζουν την απάτη ή το ψέμα.

Συνολικά μοιάζει με αναπαράσταση μιας πολύ ειλικρινούς περιγραφής του έρωτα, που πέρα από την χαρωπή και παιχνιδιάρικη επιφάνεια γίνεται αφορμή για τις πιο δόλιες και μοχθηρές εκφάνσεις της ανθρώπινης φύσης. Ο καλλιτέχνης εκμεταλλεύεται το θέμα, προσδίδοντας όλο και βαθύτερες έννοιες, αναφερόμενος στο ρόλο του Χρόνου, της Αλήθειας και της Μνήμης. Όλο αυτό αποκτά μέχρι και γεωπολιτικό βάρος μέσα από το ρόλο του ίδιου του πίνακα ως διπλωματική κίνηση μεταξύ ισχυρών ηγετών σε μια ιστορική στιγμή που ο παραλήπτης του πίνακα, ο Φραγκίσκος Α’, προστάτης των γραμμάτων και των τεχνών και χορηγός του Λιονάρντο ντα Βίντσι, αγωνιζόταν για τη δημιουργία συμμαχιών ενάντια σε άλλους Ευρωπαίους ηγέτες. Ταυτόχρονα, ο Κοσίμο έπαιζε Μακιαβελλικά πολιτικά παιχνίδια αφού δέκα χρόνια πριν ζωγραφιστεί αυτός ο πίνακας, υποστήριξε τον ανταγωνιστή του Φραγκίσκου, Κάρολο Ε’, ενάντια στη Γαλλία στους Γαλλο-Ιταλικούς πολέμους του 1537, στους οποίους κέρδισε μεγάλες εκτάσεις κι επιρροή. Η δε παραμονή του στην εξουσία χαρακτηρίστηκε από τον απολυταρχισμό, τις πολιτικές ίντριγκες και αιματηρές δολοπλοκίες. Έτσι, δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε ότι το ερωτευμένο ζευγάρι του πίνακα ίσως να αναπαριστά κάτι πολύ περισσότερο από τον απλό έρωτα, αλλά πως ίσως να αναφέρεται γενικότερα στις συμμαχίες και τις (λυκο)φιλίες μεταξύ ισχυρών.

Η Λήθη και ο Χρόνος, ωστόσο, συνεχίζουν την αέναη πάλη τους… Ποιά, τελικά, να είναι η Α-λήθεια αυτού του πίνακα;